- αιθερώδης
- αἰθερώδης, -ες (Α) [αἰθήρ]ο όμοιος με τον αιθέρα, αιθέριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰθερώδης — like ether masc/fem acc pl (attic epic doric) αἰθερώδης like ether masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰθερώδης like ether masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερώδη — αἰθερώδης like ether neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰθερώδης like ether masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰθερώδης like ether masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερῶδες — αἰθερώδης like ether masc/fem voc sg αἰθερώδης like ether neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερώδεσιν — αἰθερώδης like ether masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερώδους — αἰθερώδης like ether masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek